- ταμ-ταμ
- Κρουστό μουσικό όργανο ανατολικής προέλευσης. Αποτελείται από ένα μεταλλικό δίσκο, με στρογγυλεμένη περίμετρο. Κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη που καθορίζουν τη διαφορετική έκταση του ήχου. Κρούεται με ένα ρόπαλο ντυμένο με τσόχα ή φελλό και παράγει έναν ακαθόριστο ήχο, πλούσιο σε φυσικούς αρμονικούς φθόγγους, που, ανάλογα με τις διαστάσεις του δίσκου, τη θέση και την ένταση του χτυπήματος, δημιουργούν εντυπώσεις τρομακτικής ή εξασθενημένης μυστηριώδους αντήχησης. Στον Οθέλλο του Βέρντι, το φορτίσιμο επιτείνει την ένταση της καταιγίδας· ο Βάγκνερ το χρησιμοποίησε επίσης στο πιανίσιμο, για να υπογραμμίσει στιγμές βαθιάς έντασης, ιδιαίτερα στην τετραλογία. Στη νεότερη εποχή, από τον Στράους έως τον Στραβίνσκι, το όργανο αποκάλυψε εξαιρετικές ηχοχρωματικές δυνατότητες, ακόμα και χρησιμοποιούμενο κατά διαφορετικό τρόπο, δηλαδή με το χτύπημα της περιμέτρου με μικρές μπαγκέτες, όπως αυτές που χρησιμοποιούνται στο ταμπούρλο ή στο τρίγωνο.
Tην ίδια ονομασία έχει και ένα μεγάλο ξύλινο ταμπούρλο, που χρησιμοποιούν πολλοί πρωτόγονοι λαοί για τη μεταβίβαση μηνυμάτων. Συχνά το τ.-τ. συγχέεται με το γκονγκ (gong), όργανο ομοειδές, κινεζικής κυρίως προέλευσης, αλλά ο δίσκος του οποίου είναι κατασκευασμένος από χοντρό μπρούντζο, το στρογγυλεμένο τμήμα της περιμέτρου είναι πολύ φαρδύτερο και, το κυριότερο, στο κέντρο του δίσκου φέρει μεγάλο κυκλικό εξόγκωμα, από την έκταση του οποίου εξαρτάται και η έκταση του ήχου αυτού του οργάνου, που είναι μεγαλύτερης διάρκειας από τον ήχο του τ.-τ., πλουσιότερος σε φυσικούς αρμονικούς φθόγγους και περισσότερο εντυπωσιακός. Το γκονγκ, ιδιαίτερα μάλιστα στον χώρο της παραδοσιακής μουσικής, χρησιμοποιείται σπανιότερα από το τ.-τ. Από τους παλαιότερους, με πολλή επιτυχία το χρησιμοποίησε ο Πουτσίνι στην όπερά του Τουραντώ, ενώ από τους συνθέτες σύγχρονης πρωτοποριακής μουσικής, ο Στοκχάουζεν, στο έργο του Επαφές, κατορθώνει, με μόνο το γκονγκ, να δημιουργήσει ηχητικές εντυπώσεις αληθινά κατακλυσμικές.
Αφρικανοί που παίζουν ταμ-ταμ.ί
Dictionary of Greek. 2013.